- αδελφόπουλο
- Μικρό νησί των βόρειων Σποράδων, κοντά στα μικρά νησιά Αδέλφια. Κοντά στο Α. βρίσκεται ο ύφαλος Κάμπριαν σε βάθος περίπου 5,5 μ.
* * *και αδερφόπουλο, το (θηλ. αδελφοπούλα και αδερφοπούλα) [αδελφός]1. μικρός αδελφός ή αδελφή2. αδελφός ή αδελφή οποιασδήποτε ηλικίας, χαϊδευτικά.
Dictionary of Greek. 2013.